Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καραπούτανος οι καραπούτανοι
      γενική του καραπούτανου των καραπούτανων
    αιτιατική τον καραπούτανο τους καραπούτανους
     κλητική καραπούτανε καραπούτανοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραπούτανος < καρα- + πουτάν(α) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καραπούτανος αρσενικό

  • (υβριστικό) αναφορά σε πουτάνα (πόρνη)
    ※  Τον έσπρωξε στο κρεβάτι και τον καβάλησε στο ύψος του λαιμού, του 'βαλε το μουνί μέσα στα μούτρα. Τέτοιος καραπούτανος πρώτη φορά του τύχαινε στη ζωή του'.'
    Γιώργος Μανιώτης, Η αδρεναλίνη, πάντοτε ψηλά (Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 1999), [1] σ. 86.

  Μεταφράσεις επεξεργασία