καπουδάν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπουδάν < (άμεσο δάνειο) τουρκική kapudan (کاپیتان) / kaptan < βενετική capetanio < νεολατινική capitaneus (=επικεφαλής) < λατινικά caput (=κεφάλι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπουδάν άκλιτο
Εκφράσεις επεξεργασία
- καπουδάν πασάς: αρχιναύαρχος του τουρκικού στόλου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καπουδάν
|