καπνέμπορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈpnem.bo.ɾas/
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπνέμπορας αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του καπνέμπορος
Μεταφράσεις επεξεργασία
καπνέμπορας
|
καπνέμπορας αρσενικό
|