καπελάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπελάρω < καπέλο + -άρω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική capeler)
Ρήμα επεξεργασία
καπελάρω
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) τοποθετώ «καπέλο» / αγκύλη σε στήλη ή κεραία πλοίου
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- καπελάρισμα
- → δείτε τη λέξη καπέλο