κανταδίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κανταδίτσα | οι | κανταδίτσες |
γενική | της | κανταδίτσας | — | |
αιτιατική | την | κανταδίτσα | τις | κανταδίτσες |
κλητική | κανταδίτσα | κανταδίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κανταδίτσα < καντάδ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kan.daˈði.t͡sa/ & /kan.taˈði.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καν‐τα‐δί‐τσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κανταδίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του καντάδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κανταδίτσα
|