κανονιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κανονιστής αρσενικό
- αυτός που κανονίζει κάτι, που συντονίζει
- έκθεση κανονιστών
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κανονιστής
|
κανονιστής αρσενικό
|