Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος κανονίζω

  Ρήμα επεξεργασία

κανονίζομαι, πρτ.: κανονιζόμουν, στ.μέλλ.: θα κανονιστώ, αόρ.: κανονίστηκα, μτχ.π.π.: κανονισμένος

  1. προγραμματίζομαι από κάποιον
    η συνάντηση κανονίστηκε για την άλλη βδομάδα
  2. παίρνω όλα τα μέτρα ώστε να εκτελέσω κάποια υποχρέωσή μου, προσέχω, κανονίζω
    Μ' έχεις στήσει τόσες φορές. Κανονίσου να μην ξανασυμβεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία