κανθαρέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κανθαρέλα < γαλλικά chanterelle < λατινικά cantharellus < λατινικά cantharus < αρχαία ελληνικά κάνθαρος (αγγείο πόσης με λαβές εκατέρωθεν)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κανθαρέλα θηλυκό
- μανιτάρι γένους cantharellus
Μεταφράσεις επεξεργασία
κανθαρέλα
|