Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανάτι τα κανάτια
      γενική του κανατιού των κανατιών
    αιτιατική το κανάτι τα κανάτια
     κλητική κανάτι κανάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κανάτια

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. κανάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κανάτι < κανάτα < μεσαιωνική λατινική cannata < λατινική canna < αρχαία ελληνική κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο) < ακκαδική 𒄀 (qanû: καλάμι) < σουμεριακή 𒄀𒈾 (gi.na)
  2. κανάτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kanat < παλαιά τουρκική kanat (φτερό) < πρωτοτουρκική *Kājnat

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈna.ti/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανάτι ουδέτερο

  1. ένα είδος μικρής κανάτας
    Κέρασε κρασί σε όλους τους παριστάμενους από το κανάτι.
    Συγγενικά: κανατάκι
  2. (ιδιωματικό) ένα είδος ξύλινου παραθυρόφυλλου χωρίς γρίλιες

  Μεταφράσεις επεξεργασία