καμποτζιανά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καμποτζιανά | ||
γενική | των | καμποτζιανών | ||
αιτιατική | τα | καμποτζιανά | ||
κλητική | καμποτζιανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμποτζιανά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμποτζιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμποτζιανά
→ δείτε τη λέξη χμερ |