Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καμπανίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καμπανίζω
  2. θα καμπανίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καμπανίζω