Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καμουχάς οι καμουχάδες
      γενική του καμουχά των καμουχάδων
    αιτιατική τον καμουχά τους καμουχάδες
     κλητική καμουχά καμουχάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Βαρύτιμο οθωμανικό ύφασμα τύπου καμουχά.

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμουχάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kemha < περσική کمخا (kamḵẖā)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.muˈxas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καμουχάς αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. καμουχάς Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι επεξεργασία

  • Vryzidis, Nikolaos. Ottoman textiles and Greek clerical vestments (αγγλικά) [Οθωμανικά υφάσματα και ελληνικά ενδύματα κληρικών] @www.cambridge.org. uploaded:2018.03.13. retr:2018.11.21. (Με τρία παραθέματα για τη λέξη χαμουχᾶς)