καμιόνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καμιόνι | τα | καμιόνια |
γενική | του | καμιονιού | των | καμιονιών |
αιτιατική | το | καμιόνι | τα | καμιόνια |
κλητική | καμιόνι | καμιόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμιόνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική camion
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμιόνι ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών) το φορτηγό
- μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο με ανοιχτή ή με κλειστή καρότσα, ανατρεπόμενη ή όχι