Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλτσοδέτα οι καλτσοδέτες
      γενική της καλτσοδέτας των καλτσοδετών
    αιτιατική την καλτσοδέτα τις καλτσοδέτες
     κλητική καλτσοδέτα καλτσοδέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
καλτσοδέτα παλαιού τύπου σε σκίτσο

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλτσοδέτα < καλτσοδέτης με μεταπλασμό σε θηλυκό με < κάλτσα + δένω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kal.t͡soˈðe.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλ‐τσο‐δέ‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλτσοδέτα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία