καλοχωνεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
καλοχωνεύω, αόρ.: καλοχώνεψα, παθ.φωνή: καλοχωνεύομαι, π.αόρ.: καλοχωνεύτηκα, μτχ.π.π.: καλοχωνεμένος
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοχωνεύω
|
καλοχωνεύω, αόρ.: καλοχώνεψα, παθ.φωνή: καλοχωνεύομαι, π.αόρ.: καλοχωνεύτηκα, μτχ.π.π.: καλοχωνεμένος
|