καλουπώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καλουπώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καλουπώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλουπώνω
- θα καλουπώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλουπώνω