καλοτύχισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλοτύχισμα < καλοτυχίζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλοτύχισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καλοτυχίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοτύχισμα
|
καλοτύχισμα ουδέτερο
|