καλονυχτώνει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαλονυχτώνει, πρτ.: καλονύχτωνε, στ.μέλλ.: θα καλονυχτώσει, αόρ.: καλονύχτωσε (τριτοπρόσωπο ρήμα)
- (λογοτεχνικό, απρόσωπο ρήμα) βραδιάζει για τα καλά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλονυχτώνει
|
Πηγές
επεξεργασία- λήγουν σε -νυχτώνει - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)