καλοθελητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλοθελητής < μεσαιωνική ελληνική καλοθελητής < καλο- + θέλω + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλοθελητής αρσενικό (θηλυκό: καλοθελήτρα)
- που ενημερώνει χαιρέκακα για κάτι δυσάρεστο δείχνοντας προσποιητό ενδιαφέρον και υποκριτική συμπάθεια