καλλιέργημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλλιέργημα ουδέτερο
- (βιολογία) το αποτέλεσμα της καλλιέργειας μικροβίων, αποικία βακτηρίων
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλλιέργημα
|
Δείτε επίσης : καλλιέρημα |
καλλιέργημα ουδέτερο
|