καλιομαγνήσιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλιομαγνήσιο | τα | καλιομαγνήσια |
γενική | του | καλιομαγνήσιου & καλιομαγνησίου |
των | καλιομαγνήσιων & καλιομαγνησίων |
αιτιατική | το | καλιομαγνήσιο | τα | καλιομαγνήσια |
κλητική | καλιομαγνήσιο | καλιομαγνήσια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλιομαγνήσιο ουδέτερο
- πρώτο συνθετικό της ονομασίας του άλατος θειικό καλιομαγνήσιο με χημικό τύπο K2SO4.MgSO4
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλιομαγνήσιο
|