καληνώρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καληνώρισμα < μεσαιωνική ελληνική καληνώρισμα < καληνωρίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
καληνώρισμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καληνωρίζω
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καληνώρισμα
|