Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλημερίζομαι < καλημερίζω

  Ρήμα επεξεργασία

καλημερίζομαι

  • (μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων) εύχομαι καλημέρα στον άλλο και δέχομαι τις ευχές του

  Μεταφράσεις επεξεργασία