Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλαντιστής οι καλαντιστές
      γενική του καλαντιστή των καλαντιστών
    αιτιατική τον καλαντιστή τους καλαντιστές
     κλητική καλαντιστή καλαντιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλαντιστής < κάλαντα + -ιστής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλαντιστής αρσενικό (θηλυκό καλαντίστρια)

  • αυτός που λέει τα κάλαντα
    Και επειδή το σκοπούμενο δεν είναι να λάβει ο καλαντιστής το δώρο του αλλά να διδαχθεί ο κάθε «αφέντης» να το προσφέρει ανοιχτόκαρδα και ανοιχτοχέρικα («εμείς εδώ δεν ήρθαμε λεφτά για να μας δώσεις, / είναι ντροπή να φύγουμε χωρίς να μας πληρώσεις», τραγουδούσαν προσφυώς οι Επτανήσιοι), ακουγόταν κάποτε αυστηρότατος ο «έπαινος» του «τσιγκούνη αφέντη». (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία