Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλαμπουρίζω < καλαμπούρι

  Ρήμα επεξεργασία

καλαμπουρίζω

  1. κάνω καλαμπούρια, αστειεύομαι ή σπάω πλάκα
    είναι πολύ σοβαρό το θέμα και πιστεύω ότι δεν θα έπρεπε να καλαμπουρίζεις με αυτό

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία