καλαμποκάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.lam.boˈkas/
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλαμποκάς αρσενικό
- αυτός που (παράγει και) πουλάει καλαμπόκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλαμποκάς
|
καλαμποκάς αρσενικό
|