καλαμπακιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλαμπακιώτης αρσενικό (θηλυκό καλαμπακιώτισσα)
- (επιθετική λειτουργία) ο Καλαμπακιώτης
- ο καλαμπακιώτης δήμαρχος συνόδευσε το γάλλο και τον έλληνα πρόεδρο στην επίσκεψή τους στα Μετέωρα
Συγγενικά επεξεργασία
- καλαμπακιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Καλαμπάκα
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλαμπακιώτης
|