καλαισθητικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
καλαισθητικά < καλαισθητικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
καλαισθητικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλαισθητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
καλαισθητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καλαισθητικό