καλαθοσφαιρίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλαθοσφαιρίστρια < καλαθοσφαιριστής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλαθοσφαιρίστρια θηλυκό
- (αθλητισμός, επάγγελμα) → δείτε τη λέξη καλαθοσφαιριστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλαθοσφαιρίστρια