κακώνυμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κακώνυμο | τα | κακώνυμα |
γενική | του | κακώνυμου & κακωνύμου |
των | κακώνυμων & κακωνύμων |
αιτιατική | το | κακώνυμο | τα | κακώνυμα |
κλητική | κακώνυμο | κακώνυμα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακώνυμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κακώνυμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακώνυμο ουδέτερο
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κακώνυμο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του κακώνυμος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κακώνυμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακώνυμο
|