κακτάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κακτάκι | τα | κακτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κακτάκι | τα | κακτάκια |
κλητική | κακτάκι | κακτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακτάκι < κάκτος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακτάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κάκτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακτάκι
|