Δείτε επίσης: Κακία, κακιά, κάκια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακία οι κακίες
      γενική της κακίας των κακιών
    αιτιατική την κακία τις κακίες
     κλητική κακία κακίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κακία[1] < κακός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κακία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του κακού, η επιθυμία ή η τάση να κάνει κάποιος κακές πράξεις
    Ο Ηρακλής έπρεπε να διαλέξει ποιον δρόμο θα ακολουθήσει: τον δρόμο της αρετής ή τον δρόμο της κακίας;
  2. λόγος ή πράξη που δείχνει έχθρα και αποσκοπεί στο να πληγώσει τον άλλον
    αυτό που είπες ήταν μεγάλη κακία
  3. η μνησικακία, το να κρατάει κάποιος μέσα του την ανάμνηση του κακού που του έκανε κάποιος άλλος
    μου κρατάει κακία για κάτι που έγινε πριν από πολλά χρόνια
    Ώστε δε δέχεσαι τη συγγνώμη μου; Η κακία θα σου μείνει!

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κακός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κακί αἱ κακίαι
      γενική τῆς κακίᾱς τῶν κακιῶν
      δοτική τῇ κακί ταῖς κακίαις
    αιτιατική τὴν κακίᾱν τὰς κακίᾱς
     κλητική ! κακί κακίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κακί
γεν-δοτ τοῖν  κακίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακία < κακ(ός) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κᾰκία θηλυκό

  1. κακή ποιότητα χαρακτήρα
     αντώνυμα: ἀρετή
    → δείτε και τη λέξη  κακίαι (πληθυντικός, τα ελαττώματα)
  2. δειλία
  3. αδράνεια, νωθρότητα
  4. η κακία, η μοχθηρότητα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κακός

  Πηγές επεξεργασία