Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καισαρισμός οι καισαρισμοί
      γενική του καισαρισμού των καισαρισμών
    αιτιατική τον καισαρισμό τους καισαρισμούς
     κλητική καισαρισμέ καισαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καισαρισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καισαρισμός αρσενικό

  • η απολυταρχική και μη ανεκτική συμπεριφορά της εξουσίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία