καιροσκοπήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαιροσκοπήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καιροσκοπώ
- θα καιροσκοπήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καιροσκοπώ