Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καιρίως < καίρι(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

καιρίως, συγκριτικός:καιριωτέρως

  1. εγκαίρως, στον κατάλληλο χρόνο
  2. θανάσιμα

  Πηγές επεξεργασία