καθύβριση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καθύβριση | οι | καθυβρίσεις |
γενική | της | καθύβρισης* | των | καθυβρίσεων |
αιτιατική | την | καθύβριση | τις | καθυβρίσεις |
κλητική | καθύβριση | καθυβρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθυβρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθύβριση < (καθαρεύουσα) καθύβρισις < μεσαιωνική ελληνική < καθυβρίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθύβριση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθύβριση
|