καθοριστικῶς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθοριστικῶς (ελληνιστική κοινή) < καθοριστικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα επεξεργασία
καθοριστικῶς
- (ελληνιστική κοινή, σε Σχόλια) καθοριστικά
Πηγές επεξεργασία
- καθοριστικῶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .