Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.θelˈci.o.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θελ‐κύ‐ο‐μαι
ομόηχο: καθελκύομε

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καθελκύομαι, π.αόρ.: καθελκύστηκα, μτχ.π.π.: καθελκυσμένος, (ενεργ.: καθελκύω)