Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καθαγιασμός οι καθαγιασμοί
      γενική του καθαγιασμού των καθαγιασμών
    αιτιατική τον καθαγιασμό τους καθαγιασμούς
     κλητική καθαγιασμέ καθαγιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθαγιασμός < καθαγιάζω (καθαγίασ-) + -μός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.θa.ʝi.aˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θα‐γι‐α‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθαγιασμός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία