καθαγίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καθαγίαση | οι | καθαγιάσεις |
γενική | της | καθαγίασης* | των | καθαγιάσεων |
αιτιατική | την | καθαγίαση | τις | καθαγιάσεις |
κλητική | καθαγίαση | καθαγιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθαγιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθαγίαση < καθαγιάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθαγίαση θηλυκό
- η ενέργεια του καθαγιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθαγίαση
|