Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καζανιάζω < καζάνι + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

καζανιάζω, στ.μέλλ.: θα καζανιάσω, αόρ.: καζάνιασα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία