Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καζαμίας οι καζαμίες
      γενική του καζαμία των καζαμιών
    αιτιατική τον καζαμία τους καζαμίες
     κλητική καζαμία καζαμίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καζαμίας < (άμεσο δάνειο) ιταλική Casamia (όνομα ανύπαρκτου αστρολόγου)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καζαμίας αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία