καγκάβα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καγκάβα | οι | καγκάβες |
γενική | της | καγκάβας | των | καγκάβων |
αιτιατική | την | καγκάβα | τις | καγκάβες |
κλητική | καγκάβα | καγκάβες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
καγκάβα θηλυκό
- άλλη μορφή του γκαγκάβα