Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καγιανάς οι καγιανάδες
      γενική του καγιανά των καγιανάδων
    αιτιατική τον καγιανά τους καγιανάδες
     κλητική καγιανά καγιανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καγιανάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaygana < περσική خاگینه (khâgine, "ομελέτα")

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καγιανάς αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία