Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβουρίνα οι καβουρίνες
      γενική της καβουρίνας των καβουρίνων
    αιτιατική την καβουρίνα τις καβουρίνες
     κλητική καβουρίνα καβουρίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καβουρίνα < κάβουρας + κατάληξη θηλυκού -ίνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καβουρίνα θηλυκό

  1. θηλυκός κάβουρας
    κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα πάει τσάρκα με ένα σπάρο στη Ραφήνα (λαϊκό τραγούδι)

  Μεταφράσεις επεξεργασία