καβγαδίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καβγαδίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καβγαδίζω
- θα καβγαδίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καβγαδίζω
καβγαδίσουν