Δείτε επίσης: Καίσαρ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καίσαρας < από το όνομα του Γαΐου Ιουλίου Καίσαρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καίσαρας αρσενικό

  1. τίτλος των συμβασιλέων της ρωμαϊκής τετραρχίας από τον Διοκλητιανό και έπειτα
  2. τίτλος των συμβασιλευόντων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο πρώτος μονάρχης είχε τον τίτλο του Αυγούστου


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία