Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kei

  Ρήμα επεξεργασία

κίω

  1. (συνήθως για ανθρώπους) προχωρώ, πορεύομαι
  2. (σπανίως για πλοία) προχωρώ, θαλασσοπορώ