Δείτε επίσης: κύλλωσις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κήλησῐς αἱ κηλήσεις
      γενική τῆς κηλήσεως τῶν κηλήσεων
      δοτική τῇ κηλήσει ταῖς κηλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κήλησῐν τὰς κηλήσεις
     κλητική ! κήλησῐ κηλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κηλήσει
γεν-δοτ τοῖν  κηλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κήλησις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κήλησις

  1. (κυριολεκτικά) γήτεμα, γοητεία, μαγεία
  2. (μεταφορικά) γήτεμα, γοητεία, μαγεία, που προέρχεται από την ευγλωττία

  Πηγές επεξεργασία