Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κέρινος η κέρινη το κέρινο
      γενική του κέρινου της κέρινης του κέρινου
    αιτιατική τον κέρινο την κέρινη το κέρινο
     κλητική κέρινε κέρινη κέρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κέρινοι οι κέρινες τα κέρινα
      γενική των κέρινων των κέρινων των κέρινων
    αιτιατική τους κέρινους τις κέρινες τα κέρινα
     κλητική κέρινοι κέρινες κέρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κέρινος < αρχαία ελληνική κήρινος < κηρός

  Επίθετο επεξεργασία

κέρινος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει κατασκευαστεί από κερί
  2. (μεταφορικά) που έχει το χρώμα του κεριού (ως καλός ή κακός χαρακτηρισμός)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κερί

  Μεταφράσεις επεξεργασία